- λιμηράν
- λῑμηρά̱ν , λιμηρός 1hungryfem acc sg (attic doric aeolic)λιμηρά̱ν , λιμηρός 2hungryfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λιμηράν — Λιμηρά̱ν , Λιμηρή fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμηρός — (I) λιμηρός, ά όν (Α) πειναλέος, αυτός που προκαλεί πείνα («πρέπει λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ εὐνὰν ὀρθρευοίσᾷ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. ηρός (πρβλ. μελετ ηρός, υδατ ηρός)]. (II) λιμηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός πού έχει καλό… … Dictionary of Greek